υπερσοφος

υπερσοφος
    ὑπέρσοφος
    ὑπέρ-σοφος
    2
    сверхмудрый Arph., Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπερσοφος" в других словарях:

  • ὑπέρσοφος — exceedingly wise masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρσοφος — η, ο / ὑπέρσοφος, ον, ΝΜΑ [σοφός] πάρα πολύ σοφός, πάνσοφος. επίρρ... ὑπερσόφως Μ με υπέρσοφο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ὑπερσόφως — ὑπέρσοφος exceedingly wise adverbial ὑπέρσοφος exceedingly wise masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρσοφον — ὑπέρσοφος exceedingly wise masc/fem acc sg ὑπέρσοφος exceedingly wise neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερσόφῳ — ὑπέρσοφος exceedingly wise masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρσοφοι — ὑπέρσοφος exceedingly wise masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • υπερσόφως — Μ επίρρ. βλ. υπέρσοφος …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՐԻՄԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 1 0548 Chronological Sequence: 8c, 10c, 11c, 12c ա. ὐπέρσοφος supraquam sapiens Գերագոյն իմաստութեամբ. ամենայն հանճարով լի. *Գերիմաստ եւ ամենիմաստ պատճառն (աստուած): Ուսանել զգերիմաստ զճշմարտութիւն աւանդութեանս մերոյ. Դիոն.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»